ελαττονώ

ελαττονώ
(I)
ἐλαττονῶ (-έω) (Α)
1. παίρνω λιγότερα
2. δίνω λιγότερα
3. είμαι ελαττωματικός
4. μεσ. ἐλαττονοῡμαι
έχω ανάγκη, χρειάζομαι
5. παθ. ἐλαττονοῡμαι
μειώνομαι, ελαττώνομαι από την κατανάλωση.
————————
(II)
ἐλαττονῶ (-όω) (AM)
ελαττώνω, μειώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”